Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Ένα μέρος στο δάσος

«Ο Μπάαλ Σεμ Τοβ, διάσημος Εβραίος ραβίνος, ήταν πολύ γνωστός μέσα στην κοινότητα του γιατί όλοι έλεγαν ότι ήταν ένας άνθρωπος τόσο ευσεβής, τόσο γενναιόδωρος, με τόσο αγνή και καθαρή ψυχή, που ο θεός άκουγε τα λόγια του όταν του μιλούσε.
Είχε δημιουργηθεί μια παράδοση σ’ εκείνο το χωριό: όλοι όσοι είχαν κάποια ανικανοποίητη επιθυμία ή χρειάζονταν κάτι που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν, πήγαιναν να δουν τον ραβίνο.
Ο Μπάαλ Σεμ Τοβ συναντιόταν μαζί τους μια φορά το χρόνο, τη μέρα που επέλεγε ο ίδιος. Και τους οδηγούσε όλους σε ένα μέρος μοναδικό που γνώριζε, στη μέση του δάσους.
Όταν έφταναν εκεί, λέει ο μύθος, ο Μπάαλ Σεμ Τοβ άναβε μια φωτιά με φύλλα και κλαδιά, μ’ έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο και όμορφο, και μετά τραγουδούσε κάποια λόγια με πολύ χαμηλή φωνή, σαν να απευθυνόταν στον εαυτό του.

Και λένε…
Πως άρεσαν τόσο πολύ στον θεό εκείνα τα λόγια του Μπάαλ Σεμ Τοβ, πως τον ενθουσίαζε τόσο εκείνη η φωτιά η αναμμένη μ’ εκείνον τον τρόπο, πως αγαπούσε τόσο εκείνη τη συγκέντρωση ανθρώπων στο δάσος… που δεν μπορούσε να αντισταθεί στην έκκληση του Μπάαλ Σεμ Τοβ, και ικανοποιούσε τις επιθυμίες όλων όσοι  βρίσκονταν εκεί.
Όταν πέθανε ο ραβίνος, ο κόσμος συνειδητοποίησε ότι κανείς δε γνώριζε τα λόγια που τραγουδούσε ο Μπάαλ Σεμ Τοβ όταν πήγαιναν όλοι μαζί να ζητήσουν κάτι.
Αλλά γνώριζαν το μέρος στο δάσος, και ήξεραν πως ν’ ανάψουν τη φωτιά.
Μια φορά το χρόνο, συνεχίζοντας την παράδοση που είχε καθιερώσει ο Μπάαλ Σεμ Τοβ, όλοι όσοι είχαν ανικανοποίητες ανάγκες και επιθυμίες μαζεύονταν σ’ εκείνο το ίδιο μέρος στο δάσος, άναβαν τη φωτιά με τον τρόπο που είχαν μάθει από τον γέρο ραβίνο και, επειδή δεν γνώριζαν τα λόγια του, τραγουδούσαν οποιοδήποτε τραγούδι ή ψαλμό, ή απλά κοιτάζονταν και μιλούσαν για οποιοδήποτε θέμα σ’ εκείνο το ίδιο σημείο γύρω απ’ τη φωτιά.

Και λένε…
Πως άρεσε τόσο πολύ στο θεό εκείνη η φωτιά, πως του άρεσε τόσο εκείνο το μέρος στο δάσος κι εκείνη η συγκέντρωση ανθρώπων… που αν και κάνεις δεν έλεγε τα κατάλληλα λόγια, και πάλι ικανοποιούσε τις επιθυμίες όλων όσων βρίσκονταν εκεί».

 Κι εδώ βρισκόμαστε εμείς.

Εμείς δεν ξέρουμε ποιο είναι το μέρος στο δάσος.
Δεν ξέρουμε ποια είναι τα λόγια…

Ούτε και ξέρουμε ν’ ανάβουμε τη φωτιά όπως το έκανε ο Μπάαλ Σεμ Τοβ.

Ωστόσο, υπάρχει κάτι που σίγουρα ξέρουμε.

Ξέρουμε αυτή την ιστορία.

Ξέρουμε αυτό το παραμύθι…

Και λένε…
Πως ο θεός αγαπάει τόσο αυτό το παραμύθι,
που του αρέσει τόσο αυτή η ιστορία,
που αρκεί κάποιος να τη διηγηθεί
και κάποιος να την ακούσει
ώστε Εκείνος, ευχαριστημένος,
να ικανοποιήσει οποιαδήποτε επιθυμία και ανάγκη
όλων όσοι μοιράζονται αυτή τη στιγμή…

Ας είναι έτσι οι φετινές γιορτές...



Σημείωση: Η ιστορία είναι από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκαϊ, Ιστορίες να σκεφτείς, Εκδόσεις opera.

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Τα φτερά είναι για να πετάς


“Όταν μεγάλωσε ο πατέρας του του είπε:
«Παιδί μου, δε γεννιόμαστε όλοι με φτερά. Μπορεί να μην είσαι υποχρεωμένος να πετάξεις, νομίζω όμως πως είναι κρίμα να μείνεις μόνο στο περπάτημα αφού έχεις τα φτερά που ο καλός Θεός σου έδωσε.»
«Μα δεν ξέρω να πετάω» απάντησε ο γιος.
«Σωστά…» είπε ο πατέρας. Και περπατώντας, τον πήγε ως το χείλος του γκρεμού, στο βουνό.
«Βλέπεις γιε μου; Το κενό. Όταν θελήσεις να πετάξεις, θα έρθεις εδώ θα πάρεις βαθιά ανάσα, θα πηδήξεις στην άβυσσο και απλώνοντας τα φτερά σου θα πετάξεις».
Ο γιος αμφέβαλλε.
«Κι αν πέσω;»
«Ακόμα κι αν πέσεις, δε θα σκοτωθείς. Οι λίγες γρατζουνιές θα σε κάνουν πιο δυνατό στην επόμενη προσπάθεια» αποκρίθηκε ο πατέρας.

Το παιδί γύρισε στο χωριό να δει τους φίλους του, τις παρέες του, όλους εκείνους που είχε συντρόφους στην πορεία της ζωής του. Οι πιο στενόμυαλοι του είπαν:
«Είσαι τρελός; Για ποιο λόγο; Ο πατέρας σου είναι μισότρελος… Για ποιο λόγο να πετάξεις; Τι σου χρειάζεται; Γιατί δεν αφήνεις τις ανοησίες; Τι νόημα έχει να πετάξεις;»
Οι καλύτεροι φίλοι του τον συμβούλεψαν:
«Κι αν είναι αλήθεια; Μα σίγουρα δεν είναι επικίνδυνο; Γιατί δεν αρχίζεις σιγά-σιγά; Δοκίμασε να πηδήξεις από μια σκάλα ή από την κορυφή ενός δέντρου. Αλλά από τον γκρεμό, βρε παιδί μου;…»
Ο νεαρός άκουσε τις συμβουλές όσων τον αγαπούσαν. Ανέβηκε στην κορυφή του δέντρου και, με όλο του το θάρρος, πήδηξε. Άνοιξε τα φτερά του, τα κούνησε στον αέρα με όλη του τη δύναμη αλλά, δυστυχώς, έπεσε στο έδαφος.
Μ’ ένα καρούμπαλο στο κεφάλι συνάντησε τον πατέρα του.
«Μου είπες ψέματα! Δεν μπορώ να πετάξω. Το δοκίμασα και κοίτα πως χτύπησα! Δεν είμαι σαν κι εσένα. Τα φτερά μου είναι μόνο για στολίδι.»
«Παιδί μου» είπε ο πατέρας, «για να πετάξεις, πρέπει να έχεις τον απαραίτητο ελεύθερο χώρο στον αέρα, ώστε τα φτερά σου να ξεδιπλωθούν. Είναι σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο: χρειάζεσαι κάποιο ελάχιστο ύψος για να πηδήξεις.

Για να πετάξεις πρέπει να αρχίσεις να ριψοκινδυνεύεις.

Αν δε θέλεις να το κάνεις, καλύτερα να συμβιβαστείς και να μείνεις για πάντα στο περπάτημα."


Από το Βιβλίο “Να σου πω μια ιστορία” του Χόρχε Μπουκάϊ.

Ο φόβος και ο πόθος


Οι φόβοι που μας διακατέχουν συνιστούν ένα από τα ισχυρότερα δηλητήρια της ζωής μας. Έχουμε απίστευτη ικανότητα να δημιουργούμε νέους φόβους, να συντηρούμε τους παλιούς, να ανανεώνουμε και να ενημερώνουμε το αστείρευτο απόθεμα των φόβων μας. Επειδή οι φόβοι μας είναι μια από τις μορφές έκφρασης που χρησιμοποιούν περισσότερο τα παιδιά, κι αφού στα παιδιά αρέσουν τα παραμύθια, ας ονειρευτούμε…

Μ
ια φορά κι έναν καιρό, μόνο μια φορά, σε μια φανταστική χώρα, ζούσε κάποιος που όλοι φώναζαν “Μάγο των Φόβων”. Σε αυτή τη φανταστική χώρα, όλες οι γυναίκες, όλοι οι άνδρες και όλα τα παιδιά διακατέχονταν από αμέτρητους φόβους.

Φόβους πανάρχαιους, προερχόμενους από τα βάθη της ιστορίας, τότε που οι άνθρωποι δε γνώριζαν ακόμα ούτε το γέλιο, ούτε την εγκατάλειψη,

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Επικείμενες αλλαγές στην εκτός σχεδίου δόμηση



Αναδημοσίευση από το φύλλο Οκτωβρίου 2013 της εφημερίδας Marathonpress

Εδώ και 5 χρόνια όλοι μας «γκρινιάζουμε» για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας, τις κακοδαιμονίες της ελληνικής πραγματικότητας και τις παράλογες απαιτήσεις του Δημοσίου από τον ταλαίπωρο πολίτη, που δεν απολαμβάνει κανενός άλλου προνομίου, εκτός από την ψυχολογική ανάταση που του προσφέρει,