Μια φορά κι έναν
καιρό, στη μικρή λιλιπούτεια πολιτεία ζούσε ένας καλός δάσκαλος που μόνο σοφά
λόγια είχε να πει στους μικρούς και μεγάλους μαθητές του. Ήταν, βλέπετε, όχι
πολύ μεγάλος, αλλά σίγουρα είχε αφιερώσει πολύ χρόνο στη ζωή του
να μελετά τ΄ Άστρα,
να παρατηρεί τη Φύση, να θαυμάζει την Τέχνη, να ερευνά την Επιστήμη και να μαθαίνει
από την Ιστορία. Ήταν, ας πούμε, ο γλυκός, καλός, σοφός παππούς του χωριού, που
όλοι σέβονταν τα άσπρα γένια του και τον συμβουλεύονταν για κάθε σημαντικό ή
ασήμαντο πράγμα.
Στο ίδιο αυτό χωριό
υπήρχε ένα μικρό εργαστήριο ζαχαροπλαστικής. Φανταστείτε, κάτι σαν το
εργοστάσιο σοκολάτας, αλλά πολύ
μικρότερο σε μέγεθος. Είχε όμως, την ίδια μυρωδιά, με την οποία κατακλυζόταν
οοοοόλη η γειτονία, όταν άναβε το μαγκάλι κι έλιωνε η μοσχομυριστή σοκολάτα…
Εκεί, δούλευαν
δύο μικροί νάνοι. Παρά το γεγονός ότι οι νάνοι είναι σε όλα τα παραμύθια
αξιαγάπητοι, στην περίπτωσή μας, τα πράγματα είναι …κάπως διαφορετικά.
Ο ένας από αυτούς
ήταν πραγματικά αξιολάτρευτος! Ήταν μικρότερος στην ηλικία, πάντα χαμογελαστός
και ευδιάθετος, παρά τα λίγα χρήματα που τον πλήρωνε το αφεντικό του, ο άλλος
νάνος του εργαστηρίου σοκολάτας. Πήγαινε πρωί πρωί στη δουλειά του, γεμάτος
κέφι και όρεξη για τη ζωή, σιγοτραγουδούσε στο δρόμο, πολλές φορές μάλιστα τα
πουλιά τον έβλεπαν να χορεύει πηγαίνοντας προς το εργαστήριο. Εκείνος ήταν
υπεύθυνος για την παραγωγή. Με το που έφτανε στο εργαστήριο, άναβε τη φωτιά,
φορούσε τον ψηλό σκούφο του κι έλιωνε τη σοκολάτα, ανακατεύοντάς την με τη
μεγάλη του κουτάλα, που ήταν μεγαλύτερη ακόμα κι από το μπόι του. Κατόπιν, την
πασπάλιζε με διάφορα χρωματιστά υλικά, φτιάχνοντας μικρά σοκολατάκια, σύμφωνα
με τις οδηγίες και τις συνταγές που του είχε δώσει ο άλλος νάνος, …το αφεντικό.
Το αφεντικό, ήταν
όπως πάντα πιο σοβαρό. Μπορεί κανείς να πει ότι δεν ήταν και τόσο αξιαγάπητο.
Για την ακρίβεια ήταν ένας μουρτζούφλης και μισός! Ήταν έμπορος, μπορεί να πει κανείς
και “επιχειρηματίας”. Η θέση του απαιτούσε να είναι αυστηρός με τους συνεργάτες
του, να προσέχει τους υπολογισμούς του για να μην πέσει έξω η επιχείρησή του
και ταυτόχρονα να εμπλουτίζει τις κατά τα άλλα λαχταριστές συνταγές του για να
μην χάνει αλλά και για να αυξάνει την πελατεία του. Ο σοφός δάσκαλος έλεγε
κρυφά γι’ αυτόν ότι όταν ήταν πιο νέος ήταν πολύ ευχάριστος και σίγουρα πιο
χαμογελαστός. Τώρα όμως που μεγάλωνε, φαίνεται πως παραξένευε και γινόταν όλο
και περισσότερο περίεργος. Το τελευταίο διάστημα μάλιστα είχε βαλθεί να
τσακώνεται συνέχεια με τον άλλο νάνο, να του κάνει παρατηρήσεις και να τον
προσβάλει ακόμη και μπροστά στους πελάτες που έρχονταν στο εργαστήριο να
…γλυκαθούν.
Μια μέρα, ο
μικρός νάνος πλησίασε το αφεντικό του και του ζήτησε να μιλήσουν. Το αφεντικό
παραξενεύτηκε και ολίγον καχύποπτο όπως ήταν, δέχθηκε και ξεκίνησαν να μιλούν.
Ο μικρός νάνος είχε πολλές και ωραίες ιδέες για να εμπλουτίσουν τις συνταγές,
να δημιουργήσουν νέες γεύσεις σοκολάτας, με τις οποίες τα παιδιά όλου του
χωριού θα ξετρελαίνονταν και εν τέλει να αυξάνονταν τα κέρδη της επιχείρησης,
προκειμένου να πάρει κι εκείνος μια μικρή αύξηση που τόσο καιρό τώρα ζητούσε. Ο
μικρός νάνος περιέγραφε στο αφεντικό του τις ιδέες του με τόση όρεξη και χαρά
που όλο του το πρόσωπο έλαμπε από τη δημιουργία και την ικανοποίηση για τις
σίγουρα επιτυχημένες συνταγές του, που σκόπευε να ετοιμάσει στο εργαστήριο.
Όμως, ο έμπορος
νάνος ήταν σκεπτικός. Φοβόταν, ότι έτσι υπήρχε ο κίνδυνος να χαθεί ο
παραδοσιακός χαρακτήρας του εργαστηρίου, ότι ο κόσμος θα έπαυε να ζητά τις
παλιές πετυχημένες συνταγές που ήταν δικές του και είχε μοχθήσει για να τις
πετύχει και να ζητάει μόνο τις νέες που συν τοις άλλοις δεν έφεραν και τη δική
του …υπογραφή. Έτσι, προσπάθησε να πείσει τον μικρό νάνο ότι οι ιδέες του δεν
είναι καλές, ότι καλύτερα να μην δοκιμάζει νέες συνταγές και ότι προτιμότερο να
ακολουθεί πιστά τις παλιές παραδοσιακές και σίγουρα επιτυχημένες που χρόνια έφτιαχνε.
Μάλιστα, για να τον αποτρέψει τελείως από τις σκέψεις του έφτασε στο σημείο να του
πει ότι πρόκειται για «αηδίες», που «μόνο στα σκουπίδια μπορούν να πάνε»…
Ο μικρός νάνος
απογοητεύτηκε. Προς στιγμή θύμωσε με το αφεντικό του, εκνευρίστηκε τόσο πολύ
που έγινε κατακόκκινος σα πατζάρι, αλλά… δεν μίλησε. Έπνιξε την οργή του και
συνέχισε σαν καλός και υπάκουος ζαχαροπλάστης να φτιάχνει τα παραδοσιακά γλυκά
του εργαστηρίου. Όμως, δεν το έβαλε κάτω. Έτσι, μια μέρα που ο ιδιοκτήτης του εργαστηρίου
ζαχαροπλαστικής έφυγε για την κοντινότερη πόλη για να φέρει προμήθειες, εκείνος
μαζί με το μαγκάλι στο οποίο ετοίμαζε την κλασική πετυχημένη συνταγή έβαλε
παραδίπλα, σε μία μικρή γωνιά της φωτιάς, ένα μικρό κατσαρολάκι με μαύρη
σοκολάτα την οποία αφού έλιωσε, ανακάτεψε με ένα μείγμα μυστικών υλικών που
είχε από καιρό σκεφτεί.
Όσο η σοκολάτα
ανακατευόταν με τα υπόλοιπα υλικά τόσο η μυρωδιά ταξίδευε, ώσπου έφτασε στα
παράθυρα του σχολείου του χωριού ξεσηκώνοντας μικρούς και μεγάλους. Στο
διάλειμμα, έξω από το εργαστήριο είχαν μαζευτεί όλα τα μικρά παιδάκια για να
μάθουν τι ήταν αυτή η πρωτότυπη μυρωδιά που τους είχε κυριολεκτικά σπάσει τη
μύτη. Ο σοφός και καλός δάσκαλος, διερωτώμενος κι αυτός τι συνέβαινε στο
εργαστήριο, μπήκε μέσα και ρώτησε το νάνο τι ετοίμαζε.
Εκείνος πιάστηκε
απροετοίμαστος. Ντράπηκε και φοβούμενος την επίπληξη από το αφεντικό του όταν
εκείνο θα γύριζε και θα μάθαινε ότι είχε παραβεί τις εντολές του, κοκκίνισε
ξανά και βρήκε μια δικαιολογία για να αποφύγει τον καλοπροαίρετο δάσκαλο που -όπως
όλοι- σεβόταν, λέγοντας ότι δεν έκανε κάτι καινούριο αλλά δοκίμαζε μία νέα
ποικιλία σοκολάτας με κακάο, που μόλις του είχαν στείλει και ότι αυτό δεν ήταν
τίποτα ιδιαίτερο. Όταν όμως, ο δάσκαλος έφυγε, ο μικρός νάνος χοροπήδαγε μόνος τους
μέσα στο εργαστήριο από τη χαρά και την ικανοποίηση που μόλις είχε πάρει από
την επιβράβευσή του, αφού χωρίς ακόμη να δοκιμάσει κανείς τη νέα συνταγή είχε αυτή
καταφέρει να τους ξεσηκώσει.
Ο ιδιοκτήτης
γύρισε, ο νάνος έκρυψε το μικρό κατσαρολάκι και όλα συνεχίστηκαν στο μικρό χωριό
μας όπως και πριν. Τίποτα δεν άλλαξε στην καθημερινότητα. Ο νεαρός νάνος συνέχισε
να ετοιμάζει τα παραδοσιακά γλυκά και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Μια μέρα, ο νάνος
θυμήθηκε και πάλι πόσο καλύτερα θα πήγαινε το εργαστήριο αν κατάφερνε να πείσει
και αφεντικό του να δοκιμάσουν επιτέλους τις νέες συνταγές του. Όμως, θα ήταν
και πάλι πολύ δύσκολο να μεταπείσει τον ξεροκέφαλο ιδιοκτήτη. Έτσι, σκέφτηκε να
επιστρατεύσει τα μεγάλα μέσα και να ζητήσει τη βοήθεια του καλού και αγαπητού
σε όλους σοφού δασκάλου. Θα περίμενε λοιπόν, να έρθει το μεσημέρι που τελειώνουν
τα μαθήματα και θα περνούσε από το σχολείο να συναντήσει το σοφό δάσκαλο.
Έτσι κι έγινε.
Πήγε στο σχολείο, ζήτησε από τον δάσκαλο να τον ακούσει, του θύμισε την
εξαιρετική μυρωδιά που τον έφερε στο κατώφλι του εργαστηρίου από περιέργεια να
μάθει τι καλό ετοίμαζε και του εκμυστηρεύτηκε ότι αναγκάστηκε τότε να του πει
ψέματα για να καλύψει το αφεντικό του. Μετά, του ζήτησε να τον βοηθήσει και να
μιλήσει στο αφεντικό του για να τον μεταπείσει.
-
«Είναι κρίμα
να μην γευτούν τα μικρά παιδάκια αυτή τη θεσπέσια γεύση! Θα τους αρέσει τόσο πολύ»!!!,
είπε ο νάνος.
-
«Κι εσύ
παιδί μου, τι θα κερδίσεις»; Ρώτησε ο σοφός δάσκαλος.
-
«Μα,
δάσκαλε, χαίρομαι τόσο πολύ να βλέπω τα παιδάκια να χαμογελούν και να λιγουρεύονται
τις συνταγές μου, που είμαι σίγουρος ότι θα ξετρελαθούν»!
Κι ο σοφός δάσκαλος
που μόνο σοφά και ζεστά λόγια έχει πάντα να πει, του αποκρίθηκε:
-
«Παιδί
μου, όταν η σιγουριά και η διαίσθησή σου για τις σκέψεις και τις ιδέες σου είναι
μεγάλη και βέβαιη, τότε θέλω να θυμάσαι αυτά τα λόγια και να μην περιμένεις την
ικανοποίησή σου από τους άλλους αλλά φρόντισε να την εξαντλείς στην πίστη σου
για την επιτυχία! Τέτοιοι νάνοι θα υπάρχουν πάντα δίπλα σου και πάντα θα πρέπει
να τους κατανοείς και να ζεις μαζί τους. Η γλυκιά αίσθηση της γεύσης σου είναι
στη δική σου γλώσσα και όχι στη γλώσσα των άλλων…»
Ο μικρός νάνος
θύμωσε. Το πρόβλημά του δεν λύθηκε. Ποτέ όμως δεν ξεχνάει από τότε τα λόγια του
σοφού Δασκάλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου