Ἐπεφάνης
σήμερον τῇ οἰκουμένῃ,
καί τὸ
φῶς σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ᾽ ἡμᾶς,
ἐν ἐπιγνώσει
ὑμνούντάς σε·
Ἦλθες,
ἐφάνης, τό Φῶς τὸ ἀπρόσιτον.
Κάθε χρόνο, στις
6 Ιανουαρίου, η Χριστιανική Εκκλησία μας γιορτάζει τα Άγια Θεοφάνια, μία από
τις έξι μεγάλες ακίνητες δεσποτικές γιορτές, προς ανάμνηση της Βάπτισης του
Χριστού στον ποταμό Ιορδάνη από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Ετυμολογικά, η «Θεοφάνεια»
είναι η παρουσία της Αγίας Τριάδος κατά τη Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη,
η εορτή των Φώτων και της Βάπτισης του Χριστού, η εμφάνιση θεού στους ανθρώπους
[< θεο-* + -φάνεια (< -φανής < φαίνω), πρβλ. αληθο-φάνεια,
επι-φάνεια]. Τα «Θεοφάνεια» (ιερά) είναι τα τελούμενα κατά τη γιορτή της Θεοφανείας,
ενώ τα «Θεοφάνια» έχουν επικρατήσει ως η άνω γιορτή των Φώτων, με αρχαία όμως
καταγωγή, από τη γιορτή που τελούνταν κατά την εμφάνιση ενός θεού, ειδικότερα
δε στη Χίο και τους Δελφούς, όταν δείχνονταν στο λαό τα αγάλματα του Απόλλωνος
και άλλων θεών, κατά τη γενέθλια ημέρα του Απόλλωνα που πιστευόταν ότι ο θεός
επέστρεφε από τη χώρα των Υπερβορείων, «ἐπικίρναται γὰρ ὑπὸ Δελφῶν
θεοφανίοισι», όπως αφηγείται ο Ηρόδοτος. [< *θεοφάνιον (< θεο-* + -φάνιον
< -φανής < φαίνω), πρβλ. επιφάνια (τα) (< *επιφάνιον), θεοξένια (τα)].
Κατά μία δε άλλη άποψη, σχετική με τα αρχαία Θεοφάνια είναι και η
εορτή των Πλυντηρίων. Οι κάτοικοι κουβαλούσαν τα αγάλματα των θεών και τα ιερά
σκεύη και τα έπλεναν στον κοντινότερο ποταμό ή λίμνη. Γινόταν δηλαδή μία
καθαρτήριος τελετή. Το ίδιο
έθιμο-γιορτή διατηρείται μάλιστα σε πολλά μέρη της Ελλάδος ακόμη και
σήμερα. Κατά
την ημέρα των χριστιανικών Θεοφανίων μεταφέρουν τις εικόνες από την εκκλησία
και τις πλένουν στο ποτάμι!
Κατά τη Θεολογία, τα Θεοφάνια ή Επιφάνεια αποτελούν
τη φανέρωση, εμφάνιση ή αποκάλυψη του Θεού για την καθοδήγηση και τη σωτηρία
του ανθρώπου. Στην Ανατολική Εκκλησία έχει επικρατήσει η ονομασία «Θεοφάνια»
για τη γιορτή της Βάπτισης του Χριστού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο κι
ονομάστηκαν επίσης «Επιφάνεια» διότι κατά την ώρα της βάπτισης φανερώθηκε στον
κόσμο η θεότητα του Ιησού και το πνεύμα της Αγίας Τριάδας.
Για τη φανέρωση
αυτή του Θεού στον Κόσμο, ονομάστηκε η γιορτή από τους αρχαίους χρόνους
Θεοφάν(ε)ια κατά το Γραφικό «Θεός ἐφανερώθη
ἐν σαρκί» (Α’ Τιμ. Γ’ 16) και Επιφάν(ε)ια κατά το «ἐπεφάνη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις» (Τιτ β΄11).
Πότε και πού
ακριβώς πρωτοεμφανίστηκε η γιορτή αυτή στη χριστιανική παράδοση δεν είναι
γνωστό, φαίνεται όμως, ότι παρουσιάστηκε πολύ νωρίς και πρώτα στις Εκκλησίες
της Αιγύπτου, της Συρίας και της Παλαιστίνης, από όπου στα μέσα του 2ου
αιώνα την πήραν οι οπαδοί του αιρετικού γνωστικού Βασιλειάδη και την γιόρταζαν άλλοι
στις 6 και άλλοι στις 10 Ιανουαρίου, σαν αρχή της δημόσιας εμφάνισης του
Χριστού, όταν το Άγιο Πνεύμα κατήλθε προς Αυτόν από τον ουρανό.
Υπάρχουν όμως και
μαρτυρίες τόσο από αρχαία κείμενα όσο και από αρχαία μνημεία και ανασκαφικά
δεδομένα, οι οποίες αν και εξαιρετικά πενιχρές, μας πληροφορούν σχετικά με την τελετουργία
του βαπτίσματος σε λατρευτικά δρώμενα της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Φυσικά, κατά
την αρχαιότητα υπήρχαν διάφορες τελετές καθαρμών, σπονδών και θυσιών,
στις οποίες το νερό έπαιζε κυρίαρχο ρόλο.
Σε όλες τις
εποχές και σε όλες σχεδόν τις θρησκείες παρατηρούνται ιεροί ραντισμοί και
ιερά πλυσίματα. Ωστόσο άλλο πράγμα είναι οι καθαρμοί αυτοί και άλλο η
εμβάπτιση μέσα σε κολυμβήθρα με νερά, σε θάλασσα ή ποταμό. Η τελευταία
εμφανίζεται ως δρώμενο σε τελετές μύησης αρχαίων μυστηρίων μέσω των οποίων, ως
γνωστόν, οι πιστοί απέβλεπαν και προσδοκούσαν στην αιώνια σωτηρία τους, την
οποία θα τους εξασφάλιζε η προσέγγιση και η γνωριμία τους με το θείο.
Ειδικότερα, η
παλαιότερη σχετική μαρτυρία που διαθέτουμε από την αρχαία Ελλάδα ανάγεται στον
5ο αιώνα π.Χ. και αναφέρεται
στους «βάπτας», στα μέλη ενός θρησκευτικού συλλόγου στην Αθήνα που λάτρευαν
τη θρακική θεότητα Κότυ ή Κοτυττώ. Πρόκειται
για μια θεότητα που παρουσίαζε πολλές ομοιότητες με την Κυβέλη, τη μητέρα των
θεών, και η οποία εκτός από την Αθήνα λατρευόταν και σε άλλα μέρη του αρχαίου
ελληνικού κόσμου, ιδιαίτερα στην Κόρινθο αλλά και στη Σικελία. Τα μέλη του
συλλόγου αυτού πήραν το χαρακτηριστικό αυτό όνομα, «βάπται», όχι επειδή έβαφαν
τα μαλλιά τους, όπως έχουν υποστηρίξει ορισμένοι μελετητές, αλλά επειδή το
βάπτισμα αποτελούσε χαρακτηριστικό δρώμενο στη λατρεία της θεάς τους. Όσοι
ήθελαν να γίνουν μέλη του θρησκευτικού αυτού σωματείου έπρεπε προηγουμένως να
εμβαπτισθούν. Οι τελετές των βαπτών περιελάμβαναν ανάμεσα στα άλλα νυκτερινά
όργια και χορούς ανδρών που μιμούνταν γυναικείες μορφές και συνοδεύονταν από
εκκωφαντικούς ήχους τυμπάνων και ξεφωνητά. Συχνά με τις τελετές αυτές
προκαλούσαν την κοινή γνώμη, αφού πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν το φόβο ότι τα
ξενόφερτα αυτά δρώμενα θα διέφθειραν τα ήθη της αθηναϊκής κοινωνίας.
Έτσι, συχνά αποτέλεσαν
και στόχο κωμωδιογράφων, όπως π.χ. του Ευπόλιδος, ο οποίος είχε γράψει μια κωμωδία με τον τίτλο «Βάπται»,
που παίχθηκε το 416 π.Χ.. Ο Εύπολις
ήταν ένα έντονα πολιτικοποιημένο πρόσωπο και στα έργα του συχνά καυτηρίαζε
επωνύμους της αθηναϊκής δημόσιας ζωής, όπως τον Κλέωνα, τον Υπέρβολο, ακόμη
και τον ίδιο τον Περικλή. Στους «Βάπτας» του, χλευάζοντας τους θιασώτες της Κοτυττούς,
βρήκε την ευκαιρία να καυτηριάσει την έκλυτη συμπεριφορά του εκκεντρικού
Αλκιβιάδη, παραλληλίζοντάς τη με αυτήν των βαπτών. Αυτό φαίνεται ότι προκάλεσε
τον οργή του Αλκιβιάδη, ο οποίος, σύμφωνα με μια παράδοση -καθόλου όμως
πιστευτή- κατά τη γνωστή εκστρατεία των Αθηναίων το 415 π.Χ. στη Σικελία πέταξε
τον ποιητή στη θάλασσα και τον έκανε με το ζόρι «βάπτη».
Πιθανόν
εμβαπτισμούς είχαμε και στα περίφημα Ελευσίνια Μυστήρια, παρ’ όλο που οι
σχετικές ενδείξεις είναι εξαιρετικά πενιχρές. Οι πηγές μας κάνουν λόγο για
κάποιο καθαρτήριο λουτρό στη θάλασσα, που γινόταν τη δεύτερη ημέρα της
γιορτής, ενώ λουτρά αγνισμού
φαίνεται ότι γίνονταν και στους δύο Ρειτούς που ήταν αφιερωμένοι στις μεγάλες
θεές της Ελευσίνας, στη Δήμητρα και στην Κόρη. Πρόκειται για δύο μικρές λίμνες
από τις οποίες σήμερα υπάρχει μόνο η μία, κοντά στου Σκαραμαγκά, και
είναι γνωστή ως λίμνη του Κουμουνδούρου. Την εποπτεία αυτών των λουτρών ίσως
την είχε ο «υδρανός, ο αγνιστής των Ελευσινίων», σύμφωνα με τον Ησύχιο. Ένα
αναθηματικό ανάγλυφο που βρέθηκε στην Ελευσίνα και εικονίζει ένα μικρό αγόρι
κάτω από το προτεταμένο δεξί χέρι της Κόρης (ή της Δήμητρας), που κρατούσε
φιάλη, δύσκολα μπορεί να σχετισθεί με τελετή βαπτίσματος, όπως έχουν
υποστηρίξει ορισμένοι.
Εμβαπτισμούς
πιθανόν περιελάμβαναν και τα τελετουργικά δρώμενα τα σχετικά με τη λατρεία της
Ίσιδας, της μεγάλης Αιγυπτιακής θεάς, μιας θεότητας με ιδιαίτερη απήχηση στον
ελληνικό χώρο κατά τους ελληνιστικούς και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Βέβαια τα
δοχεία νερού και οι δεξαμενές που έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη λατρεία της,
σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, πρέπει να συμβολίζουν τις πλημμύρες του
Νείλου και να μη σχετίζονται με τελετουργίες βαπτίσματος. Ωστόσο ο
εκκλησιαστικός πατέρας Τερτυλλιανός ρητά κάνει λόγο για την ύπαρξη κάποιου
λουτρού στις λατρευτικές διαδικασίες τις σχετιζόμενες με την Ίσιδα και τον
Μίθρα. Ακόμη, τελετουργικό λουτρό πιθανόν να είχαμε και στη Σαμοθράκη, στη
λατρεία των Καβείρων, ενώ μια αποσπασματικά σωζόμενη επιγραφή που βρέθηκε σε
ιερό του Διονύσου στην Αλικαρνασσό κάνει πιθανότατα επίσης λόγο για «ιερό
λουτρό».
Βαπτίσεις και
γενικότερα θρησκευτικά λουτρά συναντώνται σε κάθε εποχή και σε πολλούς λαούς,
ανεξαρτήτως πολιτιστικού επιπέδου. Ασφαλώς είναι εμπνευσμένα και προκλήθηκαν
από τη χρήση του νερού ως φυσικού καθαρτήριου μέσου. Το νερό βοηθά τον άνθρωπο
να απαλλαγεί από τον σωματικό του ρύπο και γι’ αυτή την ιδιότητά του θεωρήθηκε
το καταλληλότερο μέσο να καθαίρει τον άνθρωπο και από τον ψυχικό του ρύπο. Η
χρήση του νερού ως θρησκευτικού μέσου καθαρμού μπορεί να χαρακτηρισθεί
καθολικό φαινόμενο. Οι αγνισμοί με νερό στην ιστορία του ανθρώπου απαντώνται,
ως γνωστόν, και σε νήπια, τα οποία πολλές κοινωνίες τα θεωρούν θρησκευτικώς
ακάθαρτα. Αποβλέπουν σε εξαγνισμό τους, σε προφύλαξή τους από το κακό, ενώ
σχετίζονται και με την ονοματοδοσία τους, που γενικά θεωρείται μεγάλης
σημασίας κοινωνική τελετή. Οι ενήλικοι βαπτίζονται όταν πρόκειται να μυηθούν
σε μυστήρια ή σε θρησκευτικές τελετές για να είναι καθαροί και έτοιμοι να
δεχθούν τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις που τους υπόσχεται η θρησκεία τους ή
ακόμη προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή τους σε φυλετικά προνόμια.
Οι εμβαπτίσεις
είναι πανάρχαια θρησκευτικά και κοινωνικά δρώμενα και γι’ αυτό δεν εκπλήσσει
το γεγονός ότι στις χριστιανικές βαπτίσεις υπάρχουν στοιχεία που ασφαλώς
έλκουν την καταγωγή τους από προχριστιανικές ειδωλολατρικές μυστηριακές
μυήσεις, όπως π.χ. είναι η διαδικασία της προετοιμασίας των μελλόντων να
δεχθούν το βάπτισμα και η σχετική διδαχή τους. Δεν είναι επομένως η χριστιανική
βάπτιση αυτή καθαυτή νέο στοιχείο, αλλά το περιεχόμενό της.
Δεν είναι γνωστό
πότε υιοθέτησαν τη γιορτή αυτή οι Ορθόδοξοι χριστιανοί της Ανατολής, όμως από
τον 4ο αιώνα στην Ανατολική Εκκλησία η γιορτή αυτή ονομαζόταν και
γιορτή των Φώτων, για το φωτισμό της ανθρωπότητας με το αληθινό φως του Χριστού
κι επίσης, διότι κατά τη διάρκειά της βαπτίζονταν πολλοί κατηχούμενοι.
Στις αρχές του 3ου
αιώνα, η εορτή των Θεοφανίων ήταν κοινή σε όλη τη Χριστιανική Εκκλησία ως
γιορτή της Βάπτισης του Χριστού. Στο τέλος του 3ου αιώνα οι
χριστιανικές Εκκλησίες της Ανατολής γιόρταζαν την ίδια ημέρα (6 Ιανουαρίου) τα
Χριστούγεννα και τα Θεοφάνια.
Όταν στα μέσα του
4ου αιώνα διαδόθηκε στη Ρώμη η γιορτή των Θεοφανίων, βρήκε εκεί να
γιορτάζεται η γιορτή των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου, που αργότερα την
πήρε η Ανατολική Εκκλησία. Έτσι, ενώ η Δυτική Εκκλησία πήρε από την Ανατολική
τη γιορτή των Θεοφανίων, η Ανατολική πήρε από τη Δυτική τη γιορτή των
Χριστουγέννων.
Από τον 6ο
αιώνα όλες οι εκκλησίες γιορτάζουν χωριστά Χριστούγεννα και Θεοφάνια και μόνο η
Αρμενική διατήρησε μέχρι σήμερα τον αρχαίο συνεορτασμό των δύο γιορτών.
Με τη βάπτιση,
που την υπέδειξε ο ίδιος ο Ιησούς μετά την Ανάστασή Του, ο βυθιζόμενος τρεις
φορές σε νερό στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος
καθαρίζεται από κάθε αμαρτία και συγχρόνως αναγεννάται πνευματικά οδηγούμενος
στη σωτηρία του. Αυτό άλλωστε είναι το νέο στοιχείο, που διακρίνει την πίστη
μας.
Είναι σαφές ότι η
εορτή των Θεοφανίων περικλείει πολλές εκδηλώσεις που αποτελούν διαιώνιση
αρχαίων ελληνικών εθίμων. Ο Αγιασμός των υδάτων έχει και την έννοια του
καθαρμού, του εξαγνισμού των ανθρώπων, καθώς και της απαλλαγής του από την επήρεια
των δαιμονίων. Η τελευταία αυτή έννοια δεν είναι αυστηρά χριστιανική, αλλά έχει
τις ρίζες της στην αρχαία λατρεία.
Η κατάδυση του
Σταυρού, κατά τη λαϊκή πίστη, δίνει στο νερό καθαρτικές και εξυγιαντικές
ικανότητες. Οι κάτοικοι πολλών περιοχών μετά τη κατάδυση τρέχουν στις παραλίες
ή στις όχθες ποταμών και λιμνών για να πλύνουν τα αγροτικά τους εργαλεία, ακόμη
και εικονίσματα, ως προελέχθη. Κατά τη λαϊκή δοξασία, ακόμη και τα εικονίσματα
με το πέρασμα του χρόνου χάνουν την αρχική δύναμη και αξία τους, που την
αποκτούν όμως εκ νέου από το αγιασμένο νερό. Αυτή ακριβώς η διαδικασία δεν
αποτελεί παρά επιβίωση της αρχαίας αθηναϊκής γιορτής των «Πλυντηρίων».
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία
διακρίνουμε δύο Αγιασμούς, τον Μικρό, που τελείται την πρώτη ημέρα κάθε μήνα
και έχει δική του Ακολουθία και τον Μέγα Αγιασμό, που είναι το σπουδαιότερο
φάρμακο μετά τη Θεία Κοινωνία και συνδέεται
άμεσα με το μυστήριο της Μετανοίας και την Εξομολόγηση, καθ’ ότι η αρχή
του ανάγεται στο βάπτισμα μετανοίας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, το οποίο
ενεργοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε με την Παρουσία και την Βάπτιση του Κυρίου μας
στον Ιορδάνη ποταμό.
Πηγές:
Μπαλάνου Δ. Σ., «Χριστούγεννα,
Θεοφάνεια», Αθήνα, 1925.
Στεφανίδου Β., «Εκκλησιαστική
Ιστορία», Αθήνα, 1948.
Μακρή Σπ., «Μαθήματα Λειτουργικής»,
Αθήνα, 1952.
Εγκυκλοπαίδεια «Δομή».
Εγκυκλοπαίδεια «Υδρία - Cambridge - Ήλιος».
Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση».
Τιβέριου Μ., «Η Γιορτή των Θεοφανίων -
Χριστιανικό και ειδωλολατρικό βάπτισμα», Το Βήμα, 2000